καταγοράζω

καταγοράζω
καταγοράζω (Α)
αγοράζω κάτι χονδρικά («δέον δ' αὐτὸν καταγοράσαι φορτία Ἀθήνηθεν μνῶν ἑκατὸν καὶ δέκα καὶ πέντε»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταγορῶν — καταγοράζω buy up fut part act masc voc sg καταγοράζω buy up fut part act neut nom/voc/acc sg καταγοράζω buy up fut part act masc nom sg (attic epic ionic) καταγοράζω buy up fut part act masc voc sg καταγοράζω buy up fut part act neut nom/voc/acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγορῇ — καταγοράζω buy up fut ind mid 2nd sg (doric) καταγοράζω buy up fut ind act 3rd sg (doric) καταγοράζω buy up fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) καταγοράζω buy up fut ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγόρασεν — καταγοράζω buy up aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) κατηγόρᾱσεν , κατηγορέω speak against aor ind act 3rd sg (attic) κατηγόρᾱσεν , κατηγορέω speak against aor ind act 3rd sg (attic) κατηγόρᾱσεν , κατηγορέω speak against aor ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγοράσαι — καταγορά̱σᾱͅ , καταγοράζω buy up fut part act fem dat sg (doric) καταγορά̱σᾱͅ , καταγοράζω buy up fut part act fem dat sg (doric) καταγοράζω buy up aor inf act καταγοράσαῑ , καταγοράζω buy up aor opt act 3rd sg καταγοράζω buy up aor inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγορασμός — καταγορασμός, ὁ (Α) [καταγοράζω] η χονδρική αγορά ενός πράγματος («ἐξαπέστειλε ναῡς φορτίδας καὶ χρήματα πρὸς τὸν τοῡ σίτου καταγορασμόν», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • καταγόραξις — καταγόραξις, ἡ (Α) [καταγοράζω] ο καταγορασμός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”